- ιδιοθανώ
- ἰδιοθανῶ, -έω (Α)πεθαίνω από φυσικό θάνατο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + -θανώ (< θ. θαν-, πρβλ. θαν-είν, ημι-θαν-ής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… … Dictionary of Greek
ιδιοθανατώ — ἰδιοθανατῶ, έω (Μ) [ιδιοθάνατος] ιδιοθανώ … Dictionary of Greek